-
1 ἐπ-αιωρέω
ἐπ-αιωρέω, dabei, darüber schwebend erhalten, nur Sp.; εὐτυχίαις βίον Crinag. 44 (VII, 645); στέφανον καρήνῳ, aufsetzen, Nonn. D. 5, 130; πέτρον καρήνων 4, 456; – ἐὰν τρισὶ σημείοις τέταρτον ἐπαιωρήσωμεν σημεῖον Sext. Emp. adv. math. 7, 100. – Häufiger im pass., darüber hangen, schweben, ἐλπίσι ἐπαιωρούμενοι, durch Hoffnung gespannt, Luc. Alex. 16; drohend darüber schweben, τοῖόν σφιν ἐπὶ δέος ᾐωρεῖτο Ap. Rh. 1, 639; vgl. Plut. Pomp. 17; τοῖς πράγμασιν Timol. 2, a. Sp.; aber ἐπῃωρεῖτο τῷ πολέμῳ, er führte ihn zaudernd, Plut. Pelop. 29.
-
2 ἐπαιωρέω
ἐπ-αιωρέω, dabei, darüber schwebend erhalten; στέφανον καρήνῳ, aufsetzen; pass., darüber hangen, schweben, ἐλπίσι ἐπαιωρούμενοι, durch Hoffnung gespannt; drohend darüber schweben; aber ἐπῃωρεῖτο τῷ πολέμῳ, er führte ihn zaudernd
См. также в других словарях:
επαιωρώ — ἐπαιωρῶ, έω (Α) 1. κρατώ κάτι μετέωρο πάνω από κάποιον 2. μέσ. αιωρούμαι, κρέμομαι από κάτι, επιπλέω 3. μέσ. επικρέμαμαι, επίκειμαι, επαπειλώ 4. μέσ. διεξάγω κάτι αμελώς, με νωθρότητα («ἐπηωρεῑτο τῷ πολέμῳ», Πλούτ.) 5. μέσ. αυξάνω, εξογκώνομαι 6 … Dictionary of Greek